Ο ΗΡΑΚΛΗΣ
Εκείνη τη νύχτα μια ασυνήθιστη γαλήνη είχε απλωθεί πάνω στη Γη. Τ' αστέρια έλαμπαν ακίνητα στον ουρανό, κάθε πνοή του ανέμου είχε σταματήσει. Και το τραγούδι του γρύλου και τα κοάσματα των Βατράχων και οι κραυγές από τα νυχτοπούλια δεν ακούγονταν πια. Γύρω από τη Θήβα θαρρείς η φύση στεκόταν με κομμένη την ανάσα, περιμένοντας να δει την τρομερή εκδίκηση της μεγάλης Θεάς, της Ήρας. Η ζηλιάρα Θεά, παρασυρμένη από την οργή της, έστελνε το θάνατο στο γιο της Αλκμήνης, τον Ηρακλή, που κοιμόταν αμέριμνος, μωρό παιδάκι, σ' ένα από τα δωμάτια του παλατιού του Αμφιτρύωνα, μαζί με το δίδυμο αδερφό του, τον Ιφικλή.Μέσα στο σκοτάδι, δυο φαρμακερά φίδια, σταλμένα από την Ήρα, ζύγωναν ύπουλα τον κοιμισμένο Ηρακλή. Η μεγάλη Θεά ήθελε με τον τρόπο αυτό να σκοτώσει το παιδί εκείνο, που ήταν γιος του άντρα της, του Δία, αλλά είχε γεννηθεί από μια θνητή γυναίκα.Πριν από λίγο καιρό, η Ήρα και οι άλλοι Θεοί του Ολύμπου ξαφνιάστηκαν μια μέρα, βλέποντας το Δία να λάμπει από ασυγκράτητη χαρά. “Τι να συμβαίνει τάχα;” αναρωτήθηκε η γυναίκα του πιο μεγάλου Θεού. Μα δεν πρόλαβε να ψάξει, για να βρει την εξήγηση, γιατί την ίδια στιγμή ο Δίας φώναξε κοντά του όλους τους Θεούς.-Ακούστε με, αθάνατοι, τους είπε. Ακούστε, για να μάθετε τι είναι αυτό που μου δίνει τόσο μεγάλη χαρά.Οι Θεοί του Ολύμπου, με τα ανθρώπινα ελαττώματα, συνάχτηκαν γύρω του γεμάτοι περιέργεια.-Σήμερα, συνέχισε ο Δίας, θα γεννηθεί ένα παιδί δικό μου ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους. Το παιδί αυτό που προέρχεται από το αίμα μου, μισός Θεός και μισός άνθρωπος, θα κυριέψει μια μέρα όλους τους γείτονές του και θα γίνει Βασιλιάς.Η Ήρα δαγκώθηκε ακούγοντας εκείνα τα λόγια. Προσβλήθηκε και θέριεψε μέσα της η ζήλια, που μια θνητή γυναίκα, ας ήταν και Βασίλισσα, θα γεννούσε μέσα από τα σπλάχνα της ένα παιδί του άντρα της, του Βασιλιά και πατέρα των Θεών. Κι ακόμα περισσότερο την έκανε να οργίζεται η σκέψη πως εκείνη η θνητή θα μεγάλωνε στην αγκαλιά της το παιδί του Δία και θα το καμάρωνε μια μέρα Βασιλιά. Όχι, αυτό δεν έπρεπ